Translation meaning & definition of the word "wire" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλωδίωση" στην ελληνική γλώσσα
Wire
[Σύρμα]noun
1. Ligament made of metal and used to fasten things or make cages or fences etc
- synonym:
- wire
1. Σύνδεσμος κατασκευασμένος από μέταλλο και χρησιμοποιημένος για να στερεώσει τα πράγματα ή να κάνει τα κλουβιά ή τους φράκτες κ.λπ
- συνώνυμο:
- καλώδιο
2. A metal conductor that carries electricity over a distance
- synonym:
- wire ,
- conducting wire
2. Ένας μεταλλικός αγωγός που μεταφέρει ηλεκτρική ενέργεια σε απόσταση
- συνώνυμο:
- καλώδιο ,
- διεύθυνση του καλωδίου
3. The finishing line on a racetrack
- synonym:
- wire
3. Η γραμμή τερματισμού σε μια πίστα
- συνώνυμο:
- καλώδιο
4. A message transmitted by telegraph
- synonym:
- telegram ,
- wire
4. Ένα μήνυμα που μεταδίδεται από τηλέγραφο
- συνώνυμο:
- τηλεγράφημα ,
- καλώδιο
verb
1. Provide with electrical circuits
- "Wire the addition to the house"
- synonym:
- wire
1. Παρέχετε τα ηλεκτρικά κυκλώματα
- "Καλωσορίστε την προσθήκη στο σπίτι"
- συνώνυμο:
- καλώδιο
2. Send cables, wires, or telegrams
- synonym:
- cable ,
- telegraph ,
- wire
2. Αποστολή καλωδίων, καλωδίων ή τηλεγραφημάτων
- συνώνυμο:
- καλώδιο ,
- τηλεγράφημα
3. Fasten with wire
- "The columns were wired to the beams for support"
- synonym:
- wire
3. Στερεώστε με σύρμα
- "Οι στήλες ήταν ενσύρματες στις δοκούς για υποστήριξη"
- συνώνυμο:
- καλώδιο
4. String on a wire
- "Wire beads"
- synonym:
- wire
4. Συμβολοσειρά σε ένα καλώδιο
- "Συρμάτινες χάντρες"
- συνώνυμο:
- καλώδιο
5. Equip for use with electricity
- "Electrify an appliance"
- synonym:
- electrify ,
- wire
5. Εξοπλίστε για χρήση με ηλεκτρική ενέργεια
- "Ηλεκτροκίνηση συσκευής"
- συνώνυμο:
- ηλεκτρίζω ,
- καλώδιο