Translation meaning & definition of the word "wiper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υαλοκαθαριστήρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wiper
[Υαλοκαθαριστήρασ]/waɪpər/
noun
1. A worker who wipes
- synonym:
- wiper
1. Ένας εργάτης που σκουπίζει
- συνώνυμο:
- υαλοκαθαριστήρασ
2. Contact consisting of a conducting arm that rotates over a series of fixed contacts and comes to rest on an outlet
- synonym:
- wiper ,
- wiper arm ,
- contact arm
2. Επαφή που αποτελείται από βραχίονα διεύθυνσης που περιστρέφεται πάνω από μια σειρά σταθερών επαφών και έρχεται να ξεκουραστεί
- συνώνυμο:
- υαλοκαθαριστήρασ ,
- βραχίονας υαλοκαθαριστήρα ,
- βραχίονας επαφής
3. A mechanical device that cleans the windshield
- synonym:
- windshield wiper ,
- windscreen wiper ,
- wiper ,
- wiper blade
3. Μια μηχανική συσκευή που καθαρίζει το παρμπρίζ
- συνώνυμο:
- υαλοκαθαριστήρας παρμπρίζ ,
- υαλοκαθαριστήρας ,
- υαλοκαθαριστήρασ ,
- λεπίδα υαλοκαθαριστήρα
Examples of using
The German word "Scheibenwischer" means "windshield wiper".
Η γερμανική λέξη "Σεϊμπενβίζερ" σημαίνει "υαλοκαθαριστήρας παραθύρων".