Translation meaning & definition of the word "winning" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κερδισμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Winning
[Νίκη]/wɪnɪŋ/
noun
1. Succeeding with great difficulty
- "Winning is not everything"
- synonym:
- winning
1. Επιτυγχάνοντας με μεγάλη δυσκολία
- "Το να βγαίνεις νικητής δεν είναι τα πάντα"
- συνώνυμο:
- νίκη
adjective
1. Having won
- "The victorious entry"
- "The winning team"
- synonym:
- victorious ,
- winning
1. Έχοντας κερδίσει
- "Η νικηφόρα είσοδος"
- "Η νικήτρια ομάδα"
- συνώνυμο:
- νικηφόρος ,
- νίκη
2. Very attractive
- Capturing interest
- "A fetching new hairstyle"
- "Something inexpressibly taking in his manner"
- "A winning personality"
- synonym:
- fetching ,
- taking ,
- winning
2. Πολύ ελκυστικός
- Αιχμαλωτίζοντας το ενδιαφέρον
- "Ένα νέο χτένισμα"
- "Κάτι που παίρνει ανεξήγητα τον τρόπο του"
- "Μια νικητήρια προσωπικότητα"
- συνώνυμο:
- παρασύρω ,
- αναλαμβάνω ,
- νίκη
Examples of using
My partner and I have been winning every game today.
Ο σύντροφός μου και εγώ κερδίζουμε κάθε παιχνίδι σήμερα.
Personally, I don't think Tom has a chance of winning.
Προσωπικά, δεν νομίζω ότι ο Τομ έχει την ευκαιρία να κερδίσει.
Tom is by no means sure of winning the election.
Ο Τομ δεν είναι σίγουρος ότι θα κερδίσει τις εκλογές.