Translation meaning & definition of the word "wink" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βύθιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wink
[Κλείνω]/wɪŋk/
noun
1. A very short time (as the time it takes the eye to blink or the heart to beat)
- "If i had the chance i'd do it in a flash"
- synonym:
- blink of an eye ,
- flash ,
- heartbeat ,
- instant ,
- jiffy ,
- split second ,
- trice ,
- twinkling ,
- wink ,
- New York minute
1. Ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (ας το χρόνο που χρειάζεται το μάτι για να αναβοσβήνει ή η καρδιά για να νικήσει)
- "Αν είχα την ευκαιρία θα το έκανα σε μια λάμψη"
- συνώνυμο:
- ανοιγοκλείνω το μάτι ,
- φλας ,
- καρδιακός παλμός ,
- άμεση ,
- ανόητοσ ,
- διαχωριστικός ,
- τρίκυκλο ,
- λαμπυρίζω ,
- περιπλέκω ,
- Λεπτό της Νέας Υόρκης
2. Closing one eye quickly as a signal
- synonym:
- wink
2. Κλείνοντας το ένα μάτι γρήγορα ως σήμα
- συνώνυμο:
- περιπλέκω
3. A reflex that closes and opens the eyes rapidly
- synonym:
- blink ,
- eye blink ,
- blinking ,
- wink ,
- winking ,
- nictitation ,
- nictation
3. Ένα αντανακλαστικό που κλείνει και ανοίγει τα μάτια γρήγορα
- συνώνυμο:
- ανοιγοκλείνω ,
- ανοιγοκλείνω τα μάτια ,
- αναβοσβήνει ,
- περιπλέκω ,
- ενδίκωση
verb
1. Signal by winking
- "She winked at him"
- synonym:
- wink
1. Σήμα με το να βυθίζεται
- "Τον πείραξε"
- συνώνυμο:
- περιπλέκω
2. Gleam or glow intermittently
- "The lights were flashing"
- synonym:
- flash ,
- blink ,
- wink ,
- twinkle ,
- winkle
2. Λάμψη ή λάμψη διαλείπουσα
- "Τα φώτα αναβοσβήνουν"
- συνώνυμο:
- φλας ,
- ανοιγοκλείνω ,
- περιπλέκω ,
- λαμπυρίζω
3. Briefly shut the eyes
- "The tv announcer never seems to blink"
- synonym:
- blink ,
- wink ,
- nictitate ,
- nictate
3. Κλείστε τα μάτια σας για λίγο
- "Ο εκφωνητής της τηλεόρασης δεν φαίνεται να αναβοσβήνει"
- συνώνυμο:
- ανοιγοκλείνω ,
- περιπλέκω ,
- νικτώ ,
- νικτικόσ
4. Force to go away by blinking
- "Blink away tears"
- synonym:
- wink ,
- blink ,
- blink away
4. Δύναμη να φύγει με το να αναβοσβήνει
- "Απομακρύνετε τα δάκρυα"
- συνώνυμο:
- περιπλέκω ,
- ανοιγοκλείνω ,
- αναβοσβήνω
Examples of using
Tom gave Mary a wink.
Ο Τομ έδωσε στη Μαίρη ένα βιντεάκι.
A nod is as good as a wink to a blind horse.
Ένα νεύμα είναι τόσο καλό όσο ένα βρυχηθμό σε ένα τυφλό άλογο.
He gave me a wink.
Μου έδωσε ένα βλέμμα.