Translation meaning & definition of the word "wing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φτερό" στην ελληνική γλώσσα
Wing
[Πτέρυγα]noun
1. A movable organ for flying (one of a pair)
- synonym:
- wing
1. Ένα κινητό όργανο για την πτήση (όνη ενός ζεύγους)
- συνώνυμο:
- πτέρυγα
2. One of the horizontal airfoils on either side of the fuselage of an airplane
- synonym:
- wing
2. Ένα από τα οριζόντια αεροπλάνα και στις δύο πλευρές της άτρακτου ενός αεροπλάνου
- συνώνυμο:
- πτέρυγα
3. A stage area out of sight of the audience
- synonym:
- wing ,
- offstage ,
- backstage
3. Μια σκηνή εκτός από το θέαμα του κοινού
- συνώνυμο:
- πτέρυγα ,
- εκτός σκηνής ,
- παρασκήνια
4. A unit of military aircraft
- synonym:
- wing
4. Μια μονάδα στρατιωτικών αεροσκαφών
- συνώνυμο:
- πτέρυγα
5. The side of military or naval formation
- "They attacked the enemy's right flank"
- synonym:
- flank ,
- wing
5. Η πλευρά του στρατιωτικού ή ναυτικού σχηματισμού
- "Επιτέθηκαν στο σωστό πλευρό του εχθρού"
- συνώνυμο:
- πλαδαρόσ ,
- πτέρυγα
6. A hockey player stationed in a forward position on either side
- synonym:
- wing
6. Ένας παίκτης χόκεϊ σταθμεύει σε μια προς τα εμπρός θέση και στις δύο πλευρές
- συνώνυμο:
- πτέρυγα
7. (in flight formation) a position to the side and just to the rear of another aircraft
- synonym:
- wing
7. Σχηματισμός πτήσης ( στο πλάι και ακριβώς στο πίσω μέρος ενός άλλου αεροσκάφους
- συνώνυμο:
- πτέρυγα
8. A group within a political party or legislature or other organization that holds distinct views or has a particular function
- "They are the progressive wing of the republican party"
- synonym:
- wing
8. Μια ομάδα μέσα σε ένα πολιτικό κόμμα ή νομοθετικό σώμα ή άλλο οργανισμό που έχει διακριτές απόψεις ή έχει μια συγκεκριμένη λειτουργία
- "Είναι η προοδευτική πτέρυγα του ρεπουμπλικανικού κόμματος"
- συνώνυμο:
- πτέρυγα
9. The wing of a fowl
- "He preferred the drumsticks to the wings"
- synonym:
- wing
9. Η πτέρυγα ενός πτηνού
- "Προτίμησε τα τυμπανοκρουσίες από τα φτερά"
- συνώνυμο:
- πτέρυγα
10. A barrier that surrounds the wheels of a vehicle to block splashing water or mud
- "In britain they call a fender a wing"
- synonym:
- fender ,
- wing
10. Ένα φράγμα που περιβάλλει τους τροχούς ενός οχήματος για να μπλοκάρει το νερό ή τη λάσπη
- "Στη βρετανία αποκαλούν φτερό"
- συνώνυμο:
- φτερωτόσ ,
- πτέρυγα
11. An addition that extends a main building
- synonym:
- annex ,
- annexe ,
- extension ,
- wing
11. Μια προσθήκη που επεκτείνει ένα κεντρικό κτίριο
- συνώνυμο:
- παράρτημα ,
- επέκταση ,
- πτέρυγα
verb
1. Travel through the air
- Be airborne
- "Man cannot fly"
- synonym:
- fly ,
- wing
1. Ταξιδέψτε στον αέρα
- Είμαι αερομεταφερόμενος
- "Ο άνθρωπος δεν μπορεί να πετάξει"
- συνώνυμο:
- πετώ ,
- πτέρυγα