Translation meaning & definition of the word "winding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τύλιγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Winding
[Περιπλανώμενοσ]/waɪndɪŋ/
noun
1. The act of winding or twisting
- "He put the key in the old clock and gave it a good wind"
- synonym:
- wind ,
- winding ,
- twist
1. Η πράξη της περιέλιξης ή της συστροφής
- "Έβαλε το κλειδί στο παλιό ρολόι και του έδωσε έναν καλό άνεμο"
- συνώνυμο:
- άνεμος ,
- τυλιγμένος ,
- συστροφή
adjective
1. Marked by repeated turns and bends
- "A tortuous road up the mountain"
- "Winding roads are full of surprises"
- "Had to steer the car down a twisty track"
- synonym:
- tortuous ,
- twisting ,
- twisty ,
- winding ,
- voluminous
1. Χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες στροφές και κάμψεις
- "Ένας βασανιστικός δρόμος πάνω στο βουνό"
- "Οι τυλιγμένοι δρόμοι είναι γεμάτοι εκπλήξεις"
- "Θα πρέπει να κατευθύνει το αυτοκίνητο κάτω από μια στροφή κομμάτι"
- συνώνυμο:
- βασανιστικόσ ,
- στρίβω ,
- στριφογυριστός ,
- τυλιγμένος ,
- ογκώδησ
2. Of a path e.g.
- "Meandering streams"
- "Rambling forest paths"
- "The river followed its wandering course"
- "A winding country road"
- synonym:
- meandering(a) ,
- rambling ,
- wandering(a) ,
- winding
2. Από ένα μονοπάτι π.χ.
- "Σημαίνοντας ρεύματα"
- "Αμπλώνοντας δασικά μονοπάτια"
- "Το ποτάμι ακολούθησε την περιπλάνησή του"
- "Ελικοειδής επαρχιακός δρόμος"
- συνώνυμο:
- μεαντρινγκ(α) ,
- παραπαίουν ,
- περιπλάνηση( ,
- τυλιγμένος
Examples of using
Life is a long and winding road.
Η ζωή είναι ένας μακρύς και ελικοειδής δρόμος.