Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "wind" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "άνεμος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Wind

[Άνεμος]
/waɪnd/

noun

1. Air moving (sometimes with considerable force) from an area of high pressure to an area of low pressure

  • "Trees bent under the fierce winds"
  • "When there is no wind, row"
  • "The radioactivity was being swept upwards by the air current and out into the atmosphere"
    synonym:
  • wind
  • ,
  • air current
  • ,
  • current of air

1. Ο αέρας κινείται (μερικές φορές με σημαντική δύναμη) από μια περιοχή υψηλής πίεσης σε μια περιοχή χαμηλής πίεσης

  • "Δέντρα λυγισμένα κάτω από τους σφοδρούς ανέμους"
  • "Όταν δεν υπάρχει άνεμος, κωπηλατήστε"
  • "Η ραδιενέργεια παρασυρόταν προς τα πάνω από το ρεύμα αέρα και έβγαινε στην ατμόσφαιρα"
    συνώνυμο:
  • άνεμος
  • ,
  • ρεύμα αέρα

2. A tendency or force that influences events

  • "The winds of change"
    synonym:
  • wind

2. Μια τάση ή δύναμη που επηρεάζει τα γεγονότα

  • "Οι άνεμοι της αλλαγής"
    συνώνυμο:
  • άνεμος

3. Breath

  • "The collision knocked the wind out of him"
    synonym:
  • wind

3. Αναπνοή

  • "Η σύγκρουση του έριξε τον άνεμο"
    συνώνυμο:
  • άνεμος

4. Empty rhetoric or insincere or exaggerated talk

  • "That's a lot of wind"
  • "Don't give me any of that jazz"
    synonym:
  • wind
  • ,
  • malarkey
  • ,
  • malarky
  • ,
  • idle words
  • ,
  • jazz
  • ,
  • nothingness

4. Κενή ρητορική ή ανειλικρινής ή υπερβολική συζήτηση

  • "Αυτός είναι πολύς άνεμος"
  • "Μη μου δώσεις τίποτα από αυτή την τζαζ"
    συνώνυμο:
  • άνεμος
  • ,
  • malarkey
  • ,
  • malarky
  • ,
  • αδρανείς λέξεις
  • ,
  • τζαζ
  • ,
  • τίποτα

5. An indication of potential opportunity

  • "He got a tip on the stock market"
  • "A good lead for a job"
    synonym:
  • tip
  • ,
  • lead
  • ,
  • steer
  • ,
  • confidential information
  • ,
  • wind
  • ,
  • hint

5. Μια ένδειξη πιθανής ευκαιρίας

  • "Πήρε φιλοδώρημα στο χρηματιστήριο"
  • "Ένα καλό προβάδισμα για μια δουλειά"
    συνώνυμο:
  • συμβουλή
  • ,
  • οδηγώ
  • ,
  • πηδαλιουχούμενοσ
  • ,
  • εμπιστευτικές πληροφορίες
  • ,
  • άνεμος
  • ,
  • υπόδειξη

6. A musical instrument in which the sound is produced by an enclosed column of air that is moved by the breath

    synonym:
  • wind instrument
  • ,
  • wind

6. Ένα μουσικό όργανο στο οποίο ο ήχος παράγεται από μια κλειστή στήλη αέρα που κινείται από την αναπνοή

    συνώνυμο:
  • πνευστό όργανο
  • ,
  • άνεμος

7. A reflex that expels intestinal gas through the anus

    synonym:
  • fart
  • ,
  • farting
  • ,
  • flatus
  • ,
  • wind
  • ,
  • breaking wind

7. Ένα αντανακλαστικό που αποβάλλει τα εντερικά αέρια μέσω του πρωκτού

    συνώνυμο:
  • κλανιά
  • ,
  • πλατύ
  • ,
  • άνεμος
  • ,
  • σπάζοντας άνεμος

8. The act of winding or twisting

  • "He put the key in the old clock and gave it a good wind"
    synonym:
  • wind
  • ,
  • winding
  • ,
  • twist

8. Η πράξη του τυλίγματος ή της συστροφής

  • "Έβαλε το κλειδί στο παλιό ρολόι και του έδωσε καλό άνεμο"
    συνώνυμο:
  • άνεμος
  • ,
  • τύλιγμα
  • ,
  • στρίψιμο

verb

1. To move or cause to move in a sinuous, spiral, or circular course

  • "The river winds through the hills"
  • "The path meanders through the vineyards"
  • "Sometimes, the gout wanders through the entire body"
    synonym:
  • weave
  • ,
  • wind
  • ,
  • thread
  • ,
  • meander
  • ,
  • wander

1. Να κινηθεί ή να αναγκάσει να κινηθεί σε μια ημιτονοειδή, σπειροειδή ή κυκλική πορεία

  • "Το ποτάμι περνάει μέσα από τους λόφους"
  • "Το μονοπάτι ελίσσεται μέσα από τους αμπελώνες"
  • "Μερικές φορές, η ουρική αρθρίτιδα περιπλανιέται σε ολόκληρο το σώμα"
    συνώνυμο:
  • ύφανση
  • ,
  • άνεμος
  • ,
  • νήμα
  • ,
  • μαιάνδρος
  • ,
  • περιπλανηθείτε

2. Extend in curves and turns

  • "The road winds around the lake"
  • "The path twisted through the forest"
    synonym:
  • wind
  • ,
  • twist
  • ,
  • curve

2. Εκτείνεται σε καμπύλες και στροφές

  • "Ο δρόμος τυλίγει γύρω από τη λίμνη"
  • "Το μονοπάτι έστριψε μέσα στο δάσος"
    συνώνυμο:
  • άνεμος
  • ,
  • στρίψιμο
  • ,
  • καμπύλη

3. Arrange or or coil around

  • "Roll your hair around your finger"
  • "Twine the thread around the spool"
  • "She wrapped her arms around the child"
    synonym:
  • wind
  • ,
  • wrap
  • ,
  • roll
  • ,
  • twine

3. Τακτοποιήστε ή ή σπείρα γύρω

  • "Τυλίξτε τα μαλλιά σας γύρω από το δάχτυλό σας"
  • "Δίπλωσε το νήμα γύρω από το καρούλι"
  • "Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το παιδί"
    συνώνυμο:
  • άνεμος
  • ,
  • τυλίγω
  • ,
  • ρόλος
  • ,
  • σπάγκος

4. Catch the scent of

  • Get wind of
  • "The dog nosed out the drugs"
    synonym:
  • scent
  • ,
  • nose
  • ,
  • wind

4. Πιάστε το άρωμα του

  • Πάρτε αέρα
  • "Ο σκύλος έβγαλε τη μύτη από τα ναρκωτικά"
    συνώνυμο:
  • άρωμα
  • ,
  • μύτη
  • ,
  • άνεμος

5. Coil the spring of (some mechanical device) by turning a stem

  • "Wind your watch"
    synonym:
  • wind
  • ,
  • wind up

5. Σπείρα το ελατήριο του (κάποια μηχανική συσκευή) με την περιστροφή ενός μίσχου

  • "Τυλίξτε το ρολόι σας"
    συνώνυμο:
  • άνεμος
  • ,
  • τελειώνω

6. Form into a wreath

    synonym:
  • wreathe
  • ,
  • wind

6. Μορφή σε στεφάνι

    συνώνυμο:
  • στεφάνωμα
  • ,
  • άνεμος

7. Raise or haul up with or as if with mechanical help

  • "Hoist the bicycle onto the roof of the car"
    synonym:
  • hoist
  • ,
  • lift
  • ,
  • wind

7. Σηκώστε ή ανασύρετε με ή σαν με μηχανική βοήθεια

  • "Σηκώστε το ποδήλατο στην οροφή του αυτοκινήτου"
    συνώνυμο:
  • ανυψωτικό
  • ,
  • ανυψωτήρας
  • ,
  • άνεμος

Examples of using

There's a cold wind today.
Έχει κρύο άνεμο σήμερα.
The strong wind knocked our garbage bin over.
Ο δυνατός άνεμος έριξε τον κάδο σκουπιδιών μας.
The dark clouds and swirling wind indicated that a storm was imminent.
Τα μαύρα σύννεφα και ο στροβιλιζόμενος άνεμος έδειχναν ότι επίκειται καταιγίδα.