Translation meaning & definition of the word "wince" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυνήγι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wince
[Καταβροχθίζω]/wɪns/
noun
1. The facial expression of sudden pain
- synonym:
- wince
1. Η έκφραση του προσώπου του ξαφνικού πόνου
- συνώνυμο:
- γουίντσεν
2. A reflex response to sudden pain
- synonym:
- wince ,
- flinch
2. Αντανακλαστική απόκριση στον ξαφνικό πόνο
- συνώνυμο:
- γουίντσεν ,
- φλίντσα
verb
1. Draw back, as with fear or pain
- "She flinched when they showed the slaughtering of the calf"
- synonym:
- flinch ,
- squinch ,
- funk ,
- cringe ,
- shrink ,
- wince ,
- recoil ,
- quail
1. Αντλήστε πίσω, όπως με το φόβο ή τον πόνο
- "Ανατινάχτηκε όταν έδειξαν τη σφαγή του μοσχαριού"
- συνώνυμο:
- φλίντσα ,
- τραγανίζω ,
- πανωφόρι ,
- παραφυάδα ,
- συρρικνώνομαι ,
- γουίντσεν ,
- ανακτώ ,
- ορτύκι
2. Make a face indicating disgust or dislike
- "She winced when she heard his pompous speech"
- synonym:
- wince
2. Κάντε ένα πρόσωπο που δείχνει αηδία ή αντιπάθεια
- "Κέρδισε όταν άκουσε την πομπώδη ομιλία του"
- συνώνυμο:
- γουίντσεν