Translation meaning & definition of the word "wilt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιθυμία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wilt
[Επιθυμία]/wɪlt/
noun
1. Any plant disease characterized by drooping and shriveling
- Usually caused by parasites attacking the roots
- synonym:
- wilt ,
- wilt disease
1. Οποιαδήποτε φυτική ασθένεια που χαρακτηρίζεται από πτώση και συρρίκνωση
- Συνήθως προκαλείται από παράσιτα που επιτίθενται στις ρίζες
- συνώνυμο:
- επιθυμώ ,
- ασθένεια
2. Causing to become limp or drooping
- synonym:
- wilt ,
- wilting
2. Προκαλώντας να γίνει χωλότητα ή πεταλούδα
- συνώνυμο:
- επιθυμώ ,
- περιπλανώμαι
verb
1. Lose strength
- "My opponent was wilting"
- synonym:
- wilt
1. Χάνω δύναμη
- "Ο αντίπαλός μου μαραίνεται"
- συνώνυμο:
- επιθυμώ
2. Become limp
- "The flowers wilted"
- synonym:
- wilt ,
- droop
2. Γίνομαι ασταθής
- "Τα λουλούδια μαραίνονται"
- συνώνυμο:
- επιθυμώ ,
- σταγονόμετρο