Translation meaning & definition of the word "willow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θέληση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Willow
[Ιτιά]/wɪloʊ/
noun
1. Any of numerous deciduous trees and shrubs of the genus salix
- synonym:
- willow ,
- willow tree
1. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα φυλλοβόλα δέντρα και θάμνους του γένους σάλιξ
- συνώνυμο:
- ιτιά
2. A textile machine having a system of revolving spikes for opening and cleaning raw textile fibers
- synonym:
- willow
2. Μια υφαντική μηχανή που διαθέτει σύστημα περιστρεφόμενων ακίδων για το άνοιγμα και τον καθαρισμό ακατέργαστων υφασμάτινων ινών
- συνώνυμο:
- ιτιά