Translation meaning & definition of the word "wildlife" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άγρια ζωή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wildlife
[Άγρια ζωή]/waɪldlaɪf/
noun
1. All living things (except people) that are undomesticated
- "Chemicals could kill all the wildlife"
- synonym:
- wildlife
1. Όλα τα ζωντανά πράγματα ( εκτός από τους ανθρώπους) που είναι αδιαμφισβήτητα
- "Οι χημικές ουσίες θα μπορούσαν να σκοτώσουν όλη την άγρια ζωή"
- συνώνυμο:
- άγρια ζωή
Examples of using
The organization plays a principal role in wildlife conservation.
Η οργάνωση διαδραματίζει βασικό ρόλο στη διατήρηση της άγριας ζωής.