Translation meaning & definition of the word "wilder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άγρια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wilder
[Άγρια]/waɪldər/
noun
1. United states writer and dramatist (1897-1975)
- synonym:
- Wilder ,
- Thornton Wilder ,
- Thornton Niven Wilder
1. Αμερικανός συγγραφέας και δραματουργός (1897-1975)
- συνώνυμο:
- Άγρια ,
- Θόρντον Γουάιλντερ ,
- Θόρντον Νίβεν Γουάιλντερ
2. United states filmmaker (born in austria) whose dark humor infused many of the films he made (1906-2002)
- synonym:
- Wilder ,
- Billy Wilder ,
- Samuel Wilder
2. Ο σκηνοθέτης των ηνωμένων πολιτειών (γεννήθηκε στην αυστρία) του οποίου το μαύρο χιούμορ εμποτίστηκε πολλές από τις ταινίες (1906-2)
- συνώνυμο:
- Άγρια ,
- Μπίλι Γουάιλντερ ,
- Σάμιουελ Γουάιλντερ