Translation meaning & definition of the word "wild" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άγρια" στην ελληνική γλώσσα
Wild
[Άγριος]noun
1. A wild primitive state untouched by civilization
- "He lived in the wild"
- "They collected mushrooms in the wild"
- synonym:
- wild ,
- natural state ,
- state of nature
1. Ένα άγριο πρωτόγονο κράτος ανέγγιχτο από τον πολιτισμό
- "Ζει στην άγρια φύση"
- "Συλλέγουν μανιτάρια στη φύση"
- συνώνυμο:
- άγριος ,
- φυσική κατάσταση ,
- κατάσταση της φύσης
2. A wild and uninhabited area left in its natural condition
- "It was a wilderness preserved for the hawks and mountaineers"
- synonym:
- wilderness ,
- wild
2. Μια άγρια και ακατοίκητη περιοχή που έχει μείνει στη φυσική της κατάσταση
- "Ήταν μια έρημος διατηρημένη για τα γεράκια και τους ορειβάτες"
- συνώνυμο:
- έρημος ,
- άγριος
adjective
1. Marked by extreme lack of restraint or control
- "Wild talk"
- "Wild parties"
- synonym:
- wild
1. Χαρακτηρίζεται από ακραία έλλειψη συγκράτησης ή ελέγχου
- "Άγρια ομιλία"
- "Άγρια πάρτι"
- συνώνυμο:
- άγριος
2. In a natural state
- Not tamed or domesticated or cultivated
- "Wild geese"
- "Edible wild plants"
- synonym:
- wild ,
- untamed
2. Σε φυσική κατάσταση
- Δεν εξημερώθηκε ή καλλιεργήθηκε
- "Άγριες χήνες"
- "Βρώσιμα άγρια φυτά"
- συνώνυμο:
- άγριος ,
- ανεμπόδιστοσ
3. In a state of extreme emotion
- "Wild with anger"
- "Wild with grief"
- synonym:
- wild
3. Σε μια κατάσταση ακραίων συναισθημάτων
- "Άγριος με θυμό"
- "Άγρια με θλίψη"
- συνώνυμο:
- άγριος
4. Deviating widely from an intended course
- "A wild bullet"
- "He threw a wild pitch"
- synonym:
- wild
4. Αποκλίνουν ευρέως από ένα προβλεπόμενο μάθημα
- "Μια άγρια σφαίρα"
- "Πέταξε ένα άγριο γήπεδο"
- συνώνυμο:
- άγριος
5. (of colors or sounds) intensely vivid or loud
- "A violent clash of colors"
- "Her dress was a violent red"
- "A violent noise"
- "Wild colors"
- "Wild shouts"
- synonym:
- violent ,
- wild
5. (των χρωμάτων ή ήχων) έντονα ζωντανό ή δυνατό
- "Μια βίαιη σύγκρουση χρωμάτων"
- "Το φόρεμά της ήταν βίαιο κόκκινο"
- "Βίαιος θόρυβος"
- "Άγρια χρώματα"
- "Άγριες φωνές"
- συνώνυμο:
- βίαιος ,
- άγριος
6. Without a basis in reason or fact
- "Baseless gossip"
- "The allegations proved groundless"
- "Idle fears"
- "Unfounded suspicions"
- "Unwarranted jealousy"
- synonym:
- baseless ,
- groundless ,
- idle ,
- unfounded ,
- unwarranted ,
- wild
6. Χωρίς βάση στη λογική ή στην πραγματικότητα
- "Αβαστικό κουτσομπολιό"
- "Οι ισχυρισμοί αποδείχθηκαν αβάσιμοι"
- "Απερίσκεπτοι φόβοι"
- "Αβάσιμες υποψίες"
- "Ακατανόητη ζήλια"
- συνώνυμο:
- αβάσιμη ,
- αβάσιμος ,
- αδρανής ,
- αδικαιολόγητοσ ,
- άγριος
7. Talking or behaving irrationally
- "A raving lunatic"
- synonym:
- raving mad ,
- wild
7. Μιλώντας ή συμπεριφέροντας παράλογα
- "Ένας τρελός"
- συνώνυμο:
- τρελός ,
- άγριος
8. Involving risk or danger
- "Skydiving is a hazardous sport"
- "Extremely risky going out in the tide and fog"
- "A wild financial scheme"
- synonym:
- hazardous ,
- risky ,
- wild
8. Περιλαμβάνει κίνδυνο ή κίνδυνο
- "Η αποτρίχωση είναι ένα επικίνδυνο άθλημα"
- "Εξαιρετικά επικίνδυνο να βγαίνει στην παλίρροια και την ομίχλη"
- "Ένα άγριο χρηματοπιστωτικό σύστημα"
- συνώνυμο:
- επικίνδυνος ,
- άγριος
9. Fanciful and unrealistic
- Foolish
- "A fantastic idea of his own importance"
- synonym:
- fantastic ,
- wild
9. Ευφάνταστος και μη ρεαλιστικός
- Ανόητος
- "Μια φανταστική ιδέα της δικής του σημασίας"
- συνώνυμο:
- φανταστικός ,
- άγριος
10. Located in a dismal or remote area
- Desolate
- "A desert island"
- "A godforsaken wilderness crossroads"
- "A wild stretch of land"
- "Waste places"
- synonym:
- godforsaken ,
- waste ,
- wild
10. Βρίσκεται σε μια θλιβερή ή απομακρυσμένη περιοχή
- Απολέπιση
- "Ένα έρημο νησί"
- "Ένα αποτρόπαιο σταυροδρόμι ερήμου"
- "Ένα άγριο τμήμα γης"
- "Απόβλητα μέρη"
- συνώνυμο:
- αποκαλυφθεί από τον Θεό ,
- απόβλητα ,
- άγριος
11. Intensely enthusiastic about or preoccupied with
- "Crazy about cars and racing"
- "He is potty about her"
- synonym:
- crazy ,
- wild ,
- dotty ,
- gaga
11. Έντονα ενθουσιασμένος ή απασχολημένος με
- "Τρελός για τα αυτοκίνητα και τους αγώνες"
- "Είναι ασήμαντος για εκείνη"
- συνώνυμο:
- τρελός ,
- άγριος ,
- τετριμμένοσ ,
- γκάγκα
12. Without civilizing influences
- "Barbarian invaders"
- "Barbaric practices"
- "A savage people"
- "Fighting is crude and uncivilized especially if the weapons are efficient"-margaret meade
- "Wild tribes"
- synonym:
- barbarian ,
- barbaric ,
- savage ,
- uncivilized ,
- uncivilised ,
- wild
12. Χωρίς πολιτιστικές επιρροές
- "Βάρβαροι εισβολείς"
- "Βαρβαρικές πρακτικές"
- "Άγριοι άνθρωποι"
- "Η καταπολέμηση είναι ακατέργαστη και απολίτιστη ειδικά αν τα όπλα είναι αποτελεσματικά" - μαργαρίτα μεάντε
- "Άγριες φυλές"
- συνώνυμο:
- βάρβαροι ,
- βάρβαρος ,
- άγριος ,
- απολίτιστοσ
13. (of the elements) as if showing violent anger
- "Angry clouds on the horizon"
- "Furious winds"
- "The raging sea"
- synonym:
- angry ,
- furious ,
- raging ,
- tempestuous ,
- wild
13. (από τα στοιχεία) σαν να δείχνει βίαιο θυμό
- "Εξωφρενικά σύννεφα στον ορίζοντα"
- "Εξαγριωμένοι άνεμοι"
- "Η μαινόμενη θάλασσα"
- συνώνυμο:
- θυμωμένος ,
- εξαγριωμένοσ ,
- μαίνομαι ,
- θυελλώδησ ,
- άγριος
adverb
1. In an uncontrolled and rampant manner
- "Weeds grew rampantly around here"
- synonym:
- rampantly ,
- wild
1. Με ανεξέλεγκτο και αχαλίνωτο τρόπο
- "Τα ζιζάνια μεγάλωσαν αχαλίνωτα εδώ γύρω"
- συνώνυμο:
- αχαλίνωτα ,
- άγριος
2. In a wild or undomesticated manner
- "Growing wild"
- "Roaming wild"
- synonym:
- wild
2. Με άγριο ή αφύλακτο τρόπο
- "Αναπτυσσόμενη άγρια"
- "Τρεμάμενο άγριο"
- συνώνυμο:
- άγριος