Translation meaning & definition of the word "wiggle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συγχώνευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wiggle
[Συναναστρέφομαι]/wɪgəl/
noun
1. The act of wiggling
- synonym:
- wiggle ,
- wriggle ,
- squirm
1. Η πράξη του περιπλανώματος
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- στριφογυρίζω ,
- ανατριχιαστικόσ
verb
1. Move to and fro
- "Don't jiggle your finger while the nurse is putting on the bandage!"
- synonym:
- jiggle ,
- joggle ,
- wiggle
1. Μετακινηθείτε προς και από
- "Μην κουνάτε το δάχτυλό σας ενώ η νοσοκόμα βάζει τον επίδεσμο!"
- συνώνυμο:
- τραβώ ,
- περιπλανώμαι