Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "wield" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "χειρίζομαι" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Wield

[Χειρίζομαι]
/wild/

verb

1. Have and exercise

  • "Wield power and authority"
    synonym:
  • wield
  • ,
  • exert
  • ,
  • maintain

1. Να έχεις και να ασκείσαι

  • "Χειριστείτε τη δύναμη και την εξουσία"
    συνώνυμο:
  • χειρίζομαι
  • ,
  • ασκώ
  • ,
  • διατηρώ

2. Handle effectively

  • "The burglar wielded an axe"
  • "The young violinist didn't manage her bow very well"
    synonym:
  • wield
  • ,
  • handle
  • ,
  • manage

2. Χειριστείτε αποτελεσματικά

  • "Ο διαρρήκτης κρατούσε τσεκούρι"
  • "Η νεαρή βιολονίστρια δεν διαχειρίστηκε πολύ καλά το τόξο της"
    συνώνυμο:
  • χειρίζομαι
  • ,
  • λαβή
  • ,
  • διαχειρίζομαι