Translation meaning & definition of the word "widower" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ντους" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Widower
[Χειροτεχνία]/wɪdoʊər/
noun
1. A man whose wife is dead especially one who has not remarried
- synonym:
- widower ,
- widowman
1. Ένας άνδρας του οποίου η σύζυγος είναι νεκρή, ειδικά αυτός που δεν έχει ξαναπαντρευτεί
- συνώνυμο:
- χήρος ,
- χήρα