Translation meaning & definition of the word "widow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρακάτω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Widow
[Χήρα]/wɪdoʊ/
noun
1. A woman whose husband is dead especially one who has not remarried
- synonym:
- widow ,
- widow woman
1. Μια γυναίκα της οποίας ο σύζυγος είναι νεκρός, ειδικά εκείνη που δεν έχει ξαναπαντρευτεί
- συνώνυμο:
- χήρα ,
- χήρα γυναίκα
verb
1. Cause to be without a spouse
- "The war widowed many women in the former yugoslavia"
- synonym:
- widow
1. Αιτία να είναι χωρίς σύζυγο
- "Ο πόλεμος χήρεψε πολλές γυναίκες στην πρώην γιουγκοσλαβία"
- συνώνυμο:
- χήρα
Examples of using
I know Tom's widow.
Ξέρω τη χήρα του Τομ.
Mary is a widow.
Η Μαίρη είναι χήρα.
A widow had two daughters.
Μια χήρα είχε δύο κόρες.