Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "widespread" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαδεδομένη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Widespread

[Διαδεδομένοσ]
/waɪdsprɛd/

adjective

1. Widely circulated or diffused

  • "A widespread doctrine"
  • "Widespread fear of nuclear war"
    synonym:
  • widespread

1. Ευρέως κυκλοφορημένος ή διαχυμένος

  • "Ένα ευρέως διαδεδομένο δόγμα"
  • "Εκτεταμένος φόβος πυρηνικού πολέμου"
    συνώνυμο:
  • ευρέως διαδεδομένος

2. Distributed over a considerable extent

  • "Far-flung trading operations"
  • "The west's far-flung mountain ranges"
  • "Widespread nuclear fallout"
    synonym:
  • far-flung
  • ,
  • widespread

2. Κατανέμεται σε σημαντικό βαθμό

  • "Εξαιρετικά πλημμυρισμένες εμπορικές επιχειρήσεις"
  • "Οι μακρινές οροσειρές της δύσης"
  • "Εκτεταμένες πυρηνικές επιπτώσεις"
    συνώνυμο:
  • απομακρυσμένος
  • ,
  • ευρέως διαδεδομένος

Examples of using

Difference between the past, present, and future is nothing but an extremely widespread illusion.
Η διαφορά ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δεν είναι παρά μια εξαιρετικά διαδεδομένη ψευδαίσθηση.
Some translators changed Alice’s name to Sonya or Anya, even though Alisa is a widespread Russian name.
Μερικοί μεταφραστές άλλαξαν το όνομα της Αλίκης σε Σόνια ή Ουάνα, παρόλο που η Αλίσα είναι ένα ευρέως διαδεδομένο ρωσικό όνομα.
The earthquake caused widespread damage.
Ο σεισμός προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές.