Translation meaning & definition of the word "widen" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διευρύνει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Widen
[Διευρύνω]/waɪdən/
verb
1. Become broader or wider or more extensive
- "The road widened"
- synonym:
- widen
1. Γίνετε ευρύτεροι ή πιο εκτεταμένοι
- "Ο δρόμος διευρύνθηκε"
- συνώνυμο:
- διευρύνω
2. Make (clothes) larger
- "Let out that dress--i gained a lot of weight"
- synonym:
- let out ,
- widen
2. Κάντε (ρούχα) μεγαλύτερα
- "Αφήστε αυτό το φόρεμα - κέρδισα πολύ βάρος"
- συνώνυμο:
- αφήνω έξω ,
- διευρύνω
3. Make wider
- "Widen the road"
- synonym:
- widen
3. Κάνω ευρύτερο
- "Ξεπέρασε το δρόμο"
- συνώνυμο:
- διευρύνω
4. Extend in scope or range or area
- "The law was extended to all citizens"
- "Widen the range of applications"
- "Broaden your horizon"
- "Extend your backyard"
- synonym:
- widen ,
- broaden ,
- extend
4. Επέκταση στο πεδίο εφαρμογής ή την περιοχή ή την περιοχή
- "Ο νόμος επεκτάθηκε σε όλους τους πολίτες"
- "Διευρύνετε το φάσμα των εφαρμογών"
- "Ανοίξτε τον ορίζοντά σας"
- "Επεκτείνετε την αυλή σας"
- συνώνυμο:
- διευρύνω ,
- επεκτείνω