Translation meaning & definition of the word "wickedness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κακία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wickedness
[Κακία]/wɪkədnəs/
noun
1. Morally objectionable behavior
- synonym:
- evil ,
- immorality ,
- wickedness ,
- iniquity
1. Ηθικά απαράδεκτη συμπεριφορά
- συνώνυμο:
- κακό ,
- ανηθικότητα ,
- κακία ,
- ανομία
2. Absence of moral or spiritual values
- "The powers of darkness"
- synonym:
- iniquity ,
- wickedness ,
- darkness ,
- dark
2. Απουσία ηθικών ή πνευματικών αξιών
- "Οι δυνάμεις του σκότους"
- συνώνυμο:
- ανομία ,
- κακία ,
- σκοτάδι ,
- σκοτεινός
3. The quality of being wicked
- synonym:
- nefariousness ,
- wickedness ,
- vileness ,
- ugliness
3. Η ποιότητα του να είσαι κακός
- συνώνυμο:
- ανησυχία ,
- κακία ,
- αχρειότητα ,
- ασχήμια
4. Estrangement from god
- synonym:
- sin ,
- sinfulness ,
- wickedness
4. Αποξένωση από τον θεό
- συνώνυμο:
- αμαρτία ,
- αμαρτωλό ,
- κακία
5. The quality of being disgusting to the senses or emotions
- "The vileness of his language surprised us"
- synonym:
- loathsomeness ,
- repulsiveness ,
- sliminess ,
- vileness ,
- lousiness ,
- wickedness
5. Η ποιότητα του να είσαι αηδιαστικός στις αισθήσεις ή στα συναισθήματα
- "Η κακία της γλώσσας του μας εξέπληξε"
- συνώνυμο:
- απέχθεια ,
- αποκρουστικότητα ,
- λεπτότητα ,
- αχρειότητα ,
- απολαυστικότητα ,
- κακία