Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "wicked" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κακό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Wicked

[Κακοποιήθηκε]
/wɪkəd/

adjective

1. Morally bad in principle or practice

    synonym:
  • wicked

1. Ηθικά κακό στην πράξη ή την αρχή

    συνώνυμο:
  • κακός

2. Having committed unrighteous acts

  • "A sinful person"
    synonym:
  • sinful
  • ,
  • unholy
  • ,
  • wicked

2. Έχοντας διαπράξει άδικες πράξεις

  • "Αμαρτωλός άνθρωπος"
    συνώνυμο:
  • αμαρτωλός
  • ,
  • ανίεροσ
  • ,
  • κακός

3. Intensely or extremely bad or unpleasant in degree or quality

  • "Severe pain"
  • "A severe case of flu"
  • "A terrible cough"
  • "Under wicked fire from the enemy's guns"
  • "A wicked cough"
    synonym:
  • severe
  • ,
  • terrible
  • ,
  • wicked

3. Έντονα ή εξαιρετικά κακό ή δυσάρεστο σε βαθμό ή ποιότητα

  • "Σοβαρός πόνος"
  • "Μια σοβαρή περίπτωση γρίπης"
  • "Φοβερός βήχας"
  • "Κάτω από κακή φωτιά από τα όπλα του εχθρού"
  • "Ένας κακός βήχας"
    συνώνυμο:
  • σοβαρός
  • ,
  • τρομερός
  • ,
  • κακός

4. Naughtily or annoyingly playful

  • "Teasing and worrying with impish laughter"
  • "A wicked prank"
    synonym:
  • arch
  • ,
  • impish
  • ,
  • implike
  • ,
  • mischievous
  • ,
  • pixilated
  • ,
  • prankish
  • ,
  • puckish
  • ,
  • wicked

4. Άθλια ή ενοχλητικά παιχνιδιάρικα

  • "Παρακολουθώντας και ανησυχώντας με αδύναμο γέλιο"
  • "Μια κακή φάρσα"
    συνώνυμο:
  • αψίδα
  • ,
  • εξαθλιάζω
  • ,
  • αντιπαθητικόσ
  • ,
  • άτακτοσ
  • ,
  • εξαερίζω
  • ,
  • φραγκόσ
  • ,
  • παιδαριώδησ
  • ,
  • κακός

5. Highly offensive

  • Arousing aversion or disgust
  • "A disgusting smell"
  • "Distasteful language"
  • "A loathsome disease"
  • "The idea of eating meat is repellent to me"
  • "Revolting food"
  • "A wicked stench"
    synonym:
  • disgusting
  • ,
  • disgustful
  • ,
  • distasteful
  • ,
  • foul
  • ,
  • loathly
  • ,
  • loathsome
  • ,
  • repellent
  • ,
  • repellant
  • ,
  • repelling
  • ,
  • revolting
  • ,
  • skanky
  • ,
  • wicked
  • ,
  • yucky

5. Εξαιρετικά προσβλητικό

  • Προκαλώντας αποστροφή ή αηδία
  • "Αηδιαστική μυρωδιά"
  • "Κακή γλώσσα"
  • "Μια απεχθής ασθένεια"
  • "Η ιδέα της κατανάλωσης κρέατος είναι απωθητική για μένα"
  • "Αναβολή τροφίμων"
  • "Μια κακή δυσωδία"
    συνώνυμο:
  • αηδιαστικό
  • ,
  • αηδιαστικός
  • ,
  • φάουλ
  • ,
  • αηδιαστικά
  • ,
  • απεχθής
  • ,
  • απωθητικό
  • ,
  • απώθηση
  • ,
  • εξεγερμένοσ
  • ,
  • απατεώνασ
  • ,
  • κακός
  • ,
  • τυχερός

Examples of using

How could it happen all by itself? It seems someone's wicked design is involved here.
Πώς μπορεί να συμβεί από μόνη της? Φαίνεται ότι ο κακός σχεδιασμός κάποιου εμπλέκεται εδώ.
Murder is a wicked crime.
Ο φόνος είναι ένα κακό έγκλημα.