Translation meaning & definition of the word "wick" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λαιμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wick
[Γουίλιαγκ]/wɪk/
noun
1. Any piece of cord that conveys liquid by capillary action
- "The physician put a wick in the wound to drain it"
- synonym:
- wick
1. Κάθε κομμάτι σκοινιού που μεταφέρει το υγρό με τριχοειδή δράση
- "Ο γιατρός έβαλε ένα φυτίλι στην πληγή για να το στραγγίσει"
- συνώνυμο:
- φυτίλι
2. A loosely woven cord (in a candle or oil lamp) that draws fuel by capillary action up into the flame
- synonym:
- wick ,
- taper
2. Ένα χαλαρά υφασμένο κορδόνι (σε ένα κερί ή λάμπα πετρελαίου) που αντλεί καύσιμο από τριχοειδή δράση επάνω στη φλόγα
- συνώνυμο:
- φυτίλι ,
- πεντακάθαροσ