Translation meaning & definition of the word "why" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γιατί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Why
[Γιατί]/waɪ/
noun
1. The cause or intention underlying an action or situation, especially in the phrase `the whys and wherefores'
- synonym:
- why ,
- wherefore
1. Η αιτία ή η πρόθεση που διέπουν μια ενέργεια ή κατάσταση, ειδικά στη φράση `τα ουρανοξύστες και πού ναι'
- συνώνυμο:
- γιατί ,
- πού
Examples of using
I asked Tom why he didn't like Mary.
Ρώτησα τον Τομ γιατί δεν του άρεσε η Μαίρη.
I asked Tom why he wasn't at the party last night.
Ρώτησα τον Τομ γιατί δεν ήταν στο πάρτι χθες το βράδυ.
I want to know why you're doing this.
Θέλω να ξέρω γιατί το κάνεις αυτό.