Translation meaning & definition of the word "whore" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πόρνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Whore
[Πόρνη]/hɔr/
noun
1. A woman who engages in sexual intercourse for money
- synonym:
- prostitute ,
- cocotte ,
- whore ,
- harlot ,
- bawd ,
- tart ,
- cyprian ,
- fancy woman ,
- working girl ,
- sporting lady ,
- lady of pleasure ,
- woman of the street
1. Μια γυναίκα που ασχολείται με τη σεξουαλική επαφή για τα χρήματα
- συνώνυμο:
- πόρνη ,
- κοκοτίνη ,
- πόρνετ ,
- παραπονιέμαι ,
- τάρτα ,
- κυπριακή ,
- φανταχτερή γυναίκα ,
- εργαζόμενο κορίτσι ,
- αθλητική κυρία ,
- κυρία της ευχαρίστησης ,
- γυναίκα του δρόμου
verb
1. Work as a prostitute
- synonym:
- whore
1. Εργασία ως πόρνη
- συνώνυμο:
- πόρνη
2. Have unlawful sex with a whore
- synonym:
- whore
2. Κάντε παράνομο σεξ με μια πόρνη
- συνώνυμο:
- πόρνη
3. Compromise oneself for money or other gains
- "She whored herself to hollywood"
- synonym:
- whore
3. Συμβιβαστείτε με χρήματα ή άλλα κέρδη
- "Πήγε στο χόλιγουντ"
- συνώνυμο:
- πόρνη
Examples of using
She is a whore.
Είναι μια πόρνη.
Fucking whore.
Γαμημένη πόρνη.