Translation meaning & definition of the word "whoopee" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ποιος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Whoopee
[Ουαίλια]/wupi/
noun
1. Noisy and boisterous revelry
- synonym:
- whoopee
1. Θορυβώδες και τρομερό αποκαλυπτικό
- συνώνυμο:
- ουόπη