Translation meaning & definition of the word "whoop" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ποιος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Whoop
[Καπνίζω]/wup/
noun
1. A loud hooting cry of exultation or excitement
- synonym:
- whoop
1. Μια δυνατή κραυγή αγαλλίασης ή ενθουσιασμού
- συνώνυμο:
- που
verb
1. Shout, as if with joy or enthusiasm
- "The children whooped when they were led to the picnic table"
- synonym:
- whoop
1. Φωνάξτε, σαν με χαρά ή ενθουσιασμό
- "Τα παιδιά που άνοιξαν όταν οδηγήθηκαν στο τραπέζι του πικνίκ"
- συνώνυμο:
- που
2. Cough spasmodically
- "The patient with emphysema is hacking all day"
- synonym:
- hack ,
- whoop
2. Βήχας σπασμωδικά
- "Ο ασθενής με εμφύσημα χαιρετά όλη την ημέρα"
- συνώνυμο:
- επιτίθεμαι ,
- που