Translation meaning & definition of the word "wholesome" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φρικιαστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wholesome
[Χονδρικό]/hoʊlsəm/
adjective
1. Conducive to or characteristic of physical or moral well-being
- "Wholesome attitude"
- "Wholesome appearance"
- "Wholesome food"
- synonym:
- wholesome
1. Ευνοϊκό ή χαρακτηριστικό της σωματικής ή ηθικής ευημερίας
- "Φρικτή στάση"
- "Τρομακτική εμφάνιση"
- "Φοβερό φαγητό"
- συνώνυμο:
- υγιεινόσ
2. Sound or exhibiting soundness in body or mind
- "Exercise develops wholesome appetites"
- "A grin on his ugly wholesome face"
- synonym:
- wholesome
2. Ήχος ή εμφάνιση ηχητικότητας στο σώμα ή το μυαλό
- "Η άσκηση αναπτύσσει υγιεινές ορέξεις"
- "Ένα χαμόγελο στο άσχημο υγιές πρόσωπό του"
- συνώνυμο:
- υγιεινόσ
Examples of using
She prepares wholesome meals for her family.
Προετοιμάζει υγιεινά γεύματα για την οικογένειά της.