Translation meaning & definition of the word "wholesale" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χονδρική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wholesale
[Χονδρικό]/hoʊlsel/
noun
1. The selling of goods to merchants
- Usually in large quantities for resale to consumers
- synonym:
- wholesale
1. Η πώληση αγαθών σε εμπόρους
- Συνήθως σε μεγάλες ποσότητες για μεταπώληση στους καταναλωτές
- συνώνυμο:
- χονδρικό εμπόριο
verb
1. Sell in large quantities
- synonym:
- wholesale
1. Πωλούνται σε μεγάλες ποσότητες
- συνώνυμο:
- χονδρικό εμπόριο
adjective
1. Ignoring distinctions
- "Sweeping generalizations"
- "Wholesale destruction"
- synonym:
- sweeping ,
- wholesale
1. Αγνοώντας τις διακρίσεις
- "Σφυρηλατικές γενικεύσεις"
- "Χονδρική καταστροφή"
- συνώνυμο:
- σκούπισμα ,
- χονδρικό εμπόριο
adverb
1. At a wholesale price
- "I can sell it to you wholesale"
- synonym:
- wholesale
1. Σε τιμή χονδρικής
- "Μπορώ να το πουλήσω χονδρικό εμπόριο"
- συνώνυμο:
- χονδρικό εμπόριο
2. On a large scale without careful discrimination
- "I buy food wholesale"
- synonym:
- wholesale ,
- in large quantities
2. Σε μεγάλη κλίμακα χωρίς προσεκτικές διακρίσεις
- "Αγοράζω χονδρική πώληση τροφίμων"
- συνώνυμο:
- χονδρικό εμπόριο ,
- σε μεγάλες ποσότητες