Translation meaning & definition of the word "whole" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "όλο" στην ελληνική γλώσσα
Whole
[Ολόκληρος]noun
1. All of something including all its component elements or parts
- "Europe considered as a whole"
- "The whole of american literature"
- synonym:
- whole
1. Όλα κάτι που περιλαμβάνει όλα τα συστατικά στοιχεία ή τα μέρη του
- "Η ευρώπη θεωρείται συνολικά"
- "Ολόκληρη η αμερικανική λογοτεχνία"
- συνώνυμο:
- σύνολο
2. An assemblage of parts that is regarded as a single entity
- "How big is that part compared to the whole?"
- "The team is a unit"
- synonym:
- whole ,
- unit
2. Μια συναρμολόγηση τμημάτων που θεωρείται ενιαία οντότητα
- "Πόσο μεγάλο είναι αυτό το μέρος σε σχέση με το σύνολο?"
- "Η ομάδα είναι μια μονάδα"
- συνώνυμο:
- σύνολο ,
- μονάδα
adjective
1. Including all components without exception
- Being one unit or constituting the full amount or extent or duration
- Complete
- "Gave his whole attention"
- "A whole wardrobe for the tropics"
- "The whole hog"
- "A whole week"
- "The baby cried the whole trip home"
- "A whole loaf of bread"
- synonym:
- whole
1. Συμπεριλαμβανομένων όλων των συστατικών χωρίς εξαίρεση
- Είναι μία μονάδα ή αποτελεί το πλήρες ποσό ή έκταση ή διάρκεια
- Πλήρης
- "Του έδωσε όλη την προσοχή"
- "Μια ολόκληρη ντουλάπα για τους τροπικούς"
- "Ολόκληρο το γουρούνι"
- "Μια ολόκληρη εβδομάδα"
- "Το μωρό φώναξε όλο το ταξίδι στο σπίτι"
- "Ένα ολόκληρο ψωμί"
- συνώνυμο:
- σύνολο
2. (of siblings) having the same parents
- "Whole brothers and sisters"
- synonym:
- whole
2. (από αδέλφια) έχοντας τους ίδιους γονείς
- "Ολόκληροι αδελφοί και αδελφές"
- συνώνυμο:
- σύνολο
3. Not injured
- synonym:
- unharmed ,
- unhurt ,
- unscathed ,
- whole
3. Δεν τραυματίστηκε
- συνώνυμο:
- ανεμπόδιστοσ ,
- αποσυνδέω ,
- αποσυνδεδεμένη ,
- σύνολο
4. Exhibiting or restored to vigorous good health
- "Hale and hearty"
- "Whole in mind and body"
- "A whole person again"
- synonym:
- hale ,
- whole
4. Εκθέτοντας ή αποκατασταθεί στην έντονη καλή υγεία
- "Αλήτης και πλούσιος"
- "Ολόκληρο στο μυαλό και το σώμα"
- "Πάλι ολόκληρος άνθρωπος"
- συνώνυμο:
- αλήτησ ,
- σύνολο
5. Acting together as a single undiversified whole
- "A solid voting bloc"
- synonym:
- solid ,
- unanimous ,
- whole
5. Ενεργώντας μαζί ως ένα ενιαίο αδιαφοροποίητο σύνολο
- "Ένα σταθερό μπλοκ ψήφου"
- συνώνυμο:
- στερεό ,
- ομόφωνος ,
- σύνολο
adverb
1. To a complete degree or to the full or entire extent (`whole' is often used informally for `wholly')
- "He was wholly convinced"
- "Entirely satisfied with the meal"
- "It was completely different from what we expected"
- "Was completely at fault"
- "A totally new situation"
- "The directions were all wrong"
- "It was not altogether her fault"
- "An altogether new approach"
- "A whole new idea"
- synonym:
- wholly ,
- entirely ,
- completely ,
- totally ,
- all ,
- altogether ,
- whole
1. Σε πλήρη βαθμό ή σε πλήρη ή ολόκληρη την έκταση (`ολόκληρο` χρησιμοποιείται συχνά ανεπίσημα για `χολυ)
- "Ήταν απόλυτα πεπεισμένος"
- "Απόλυτα ικανοποιημένος με το γεύμα"
- "Ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό που περιμέναμε"
- "Ήταν εντελώς λάθος"
- "Μια εντελώς νέα κατάσταση"
- "Οι οδηγίες ήταν όλες λάθος"
- "Δεν ήταν εντελώς δικό της λάθος"
- "Μια εντελώς νέα προσέγγιση"
- "Μια εντελώς νέα ιδέα"
- συνώνυμο:
- εξ ολοκλήρου ,
- εντελώς ,
- απόλυτα ,
- όλα ,
- σύνολο