Translation meaning & definition of the word "whiteness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λευκότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Whiteness
[Λευκότητα]/waɪtnəs/
noun
1. The quality or state of the achromatic color of greatest lightness (bearing the least resemblance to black)
- synonym:
- white ,
- whiteness
1. Η ποιότητα ή η κατάσταση του αχρωματικού χρώματος της μεγαλύτερης ελαφρότητας ( με τη μικρότερη ομοιότητα με το μαύρο)
- συνώνυμο:
- λευκό ,
- λευκότητα
2. The state of being unsullied by sin or moral wrong
- Lacking a knowledge of evil
- synonym:
- purity ,
- pureness ,
- sinlessness ,
- innocence ,
- whiteness
2. Η κατάσταση του να είσαι αναξιόπιστος από την αμαρτία ή το ηθικό λάθος
- Λείπει η γνώση του κακού
- συνώνυμο:
- καθαρότητα ,
- αναμάρτητοσ ,
- αθωότητα ,
- λευκότητα
3. Lightness or fairness of complexion
- "Only the whiteness of her cheeks gave any indication of the stress from which she was suffering"
- synonym:
- whiteness
3. Ελαφρότητα ή δικαιοσύνη της επιδερμίδας
- "Μόνο η λευκότητα των μάγουλών της έδωσε οποιαδήποτε ένδειξη του άγχους από το οποίο υπέφερε"
- συνώνυμο:
- λευκότητα