Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "white" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λευκό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

White

[Λευκό]
/waɪt/

noun

1. A member of the caucasoid race

    synonym:
  • White
  • ,
  • White person
  • ,
  • Caucasian

1. Μέλος της φυλής των καυκάσιων

    συνώνυμο:
  • Λευκό
  • ,
  • Λευκός άνθρωπος
  • ,
  • Καυκάσιος

2. The quality or state of the achromatic color of greatest lightness (bearing the least resemblance to black)

    synonym:
  • white
  • ,
  • whiteness

2. Η ποιότητα ή η κατάσταση του αχρωματικού χρώματος της μεγαλύτερης ελαφρότητας ( με τη μικρότερη ομοιότητα με το μαύρο)

    συνώνυμο:
  • λευκό
  • ,
  • λευκότητα

3. United states jurist appointed chief justice of the united states supreme court in 1910 by president taft

  • Noted for his work on antitrust legislation (1845-1921)
    synonym:
  • White
  • ,
  • Edward White
  • ,
  • Edward D. White
  • ,
  • Edward Douglas White Jr.

3. Ο νομικός των ηνωμένων πολιτειών διόρισε την επικεφαλής δικαιοσύνη του ανωτάτου δικαστηρίου των ηπα το 1910 από τον πρόεδρο ταφτ

  • Σημειώνεται για το έργο του σχετικά με την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία (1845-1921)
    συνώνυμο:
  • Λευκό
  • ,
  • Έντουαρντ Γουάιτ
  • ,
  • Έντουαρντ Δ. Λευκό
  • ,
  • Έντουαρντ Ντάγκλας Λευκός Τζ.

4. Australian writer (1912-1990)

    synonym:
  • White
  • ,
  • Patrick White
  • ,
  • Patrick Victor Martindale White

4. Αυστραλός συγγραφέας (1912-1990)

    συνώνυμο:
  • Λευκό
  • ,
  • Πάτρικ Γουάιτ
  • ,
  • Πάτρικ Βίκτορ Μάρτιντεϊλ Γουάιτ

5. United states political journalist (1915-1986)

    synonym:
  • White
  • ,
  • T. H. White
  • ,
  • Theodore Harold White

5. Πολιτικός δημοσιογράφος των ηνωμένων πολιτειών (1915-1986)

    συνώνυμο:
  • Λευκό
  • ,
  • Τ. Χ. Λευκό
  • ,
  • Θεόδωρος Χάρολντ Γουάιτ

6. United states architect (1853-1906)

    synonym:
  • White
  • ,
  • Stanford White

6. Αρχιτέκτων των ηνωμένων πολιτειών (1853-1906)

    συνώνυμο:
  • Λευκό
  • ,
  • Στάνφορντ Γουάιτ

7. United states writer noted for his humorous essays (1899-1985)

    synonym:
  • White
  • ,
  • E. B. White
  • ,
  • Elwyn Brooks White

7. Ο συγγραφέας των ηνωμένων πολιτειών σημείωσε για τα χιουμοριστικά του δοκίμια (1899-1985)

    συνώνυμο:
  • Λευκό
  • ,
  • Ε. Β. Λευκό
  • ,
  • Έλβιν Μπρουκς Γουάιτ

8. United states educator who in 1865 (with ezra cornell) founded cornell university and served as its first president (1832-1918)

    synonym:
  • White
  • ,
  • Andrew D. White
  • ,
  • Andrew Dickson White

8. Εκπαιδευτικός των ηνωμένων πολιτειών που το 1865 ( με την έσδρα κορνελλ) ίδρυσε το πανεπιστήμιο κορνέλ και διετέλεσε πρώτος πρόεδρος (1832-191818

    συνώνυμο:
  • Λευκό
  • ,
  • Άντριου Ντ. Λευκό
  • ,
  • Άντριου Ντίξον Γουάιτ

9. A tributary of the mississippi river that flows southeastward through northern arkansas and southern missouri

    synonym:
  • White
  • ,
  • White River

9. Ένας παραπόταμος του ποταμού μισισιπή που ρέει νοτιοανατολικά μέσω του βόρειου αρκάνσας και του νότιου μιζούρι

    συνώνυμο:
  • Λευκό
  • ,
  • Λευκός ποταμός

10. The white part of an egg

  • The nutritive and protective gelatinous substance surrounding the yolk consisting mainly of albumin dissolved in water
  • "She separated the whites from the yolks of several eggs"
    synonym:
  • egg white
  • ,
  • white
  • ,
  • albumen
  • ,
  • ovalbumin

10. Το λευκό μέρος ενός αυγού

  • Η θρεπτική και προστατευτική ζελατινώδης ουσία που περιβάλλει τον κρόκο αποτελείται κυρίως από λευκωματίνη διαλυμένη στο νερό
  • "Χωρίζει τα ασπράδια από τους κρόκους πολλών αυγών"
    συνώνυμο:
  • αυγό
  • ,
  • λευκό
  • ,
  • άλμπουμ
  • ,
  • οβάλφουμ

11. (board games) the lighter pieces

    synonym:
  • white

11. (παιχνίδια) τα ελαφρύτερα κομμάτια

    συνώνυμο:
  • λευκό

12. (usually in the plural) trousers made of flannel or gabardine or tweed or white cloth

    synonym:
  • flannel
  • ,
  • gabardine
  • ,
  • tweed
  • ,
  • white

12. (συνήθως στον πληθυντικό) παντελόνι κατασκευασμένο από φανέλα ή γκαμπαρντίνη ή τουίντ ή λευκό πανί

    συνώνυμο:
  • φανέλα
  • ,
  • γκαμπαρντίν
  • ,
  • τιτίβισμα
  • ,
  • λευκό

verb

1. Turn white

  • "This detergent will whiten your laundry"
    synonym:
  • whiten
  • ,
  • white

1. Γίνομαι λευκός

  • "Αυτό το απορρυπαντικό θα λευκαίνει τα ρούχα σας"
    συνώνυμο:
  • λευκαίνω
  • ,
  • λευκό

adjective

1. Being of the achromatic color of maximum lightness

  • Having little or no hue owing to reflection of almost all incident light
  • "As white as fresh snow"
  • "A bride's white dress"
    synonym:
  • white

1. Όντας του αχρωματικού χρώματος της μέγιστης ελαφρότητας

  • Έχοντας λίγη ή καθόλου απόχρωση λόγω της αντανάκλασης σχεδόν όλων των φωτεινών συμβάντων
  • "Τόσο λευκό όσο το φρέσκο χιόνι"
  • "Το λευκό φόρεμα της νύφης"
    συνώνυμο:
  • λευκό

2. Of or belonging to a racial group having light skin coloration

  • "Voting patterns within the white population"
    synonym:
  • white

2. Από ή ανήκουν σε μια φυλετική ομάδα που έχει ανοιχτόχρωμο χρωματισμό του δέρματος

  • "Μοτίβα ψηφοφορίας εντός του λευκού πληθυσμού"
    συνώνυμο:
  • λευκό

3. Free from moral blemish or impurity

  • Unsullied
  • "In shining white armor"
    synonym:
  • white

3. Απαλλαγμένος από την ηθική κηλίδα ή την ακαθαρσία

  • Ανεξαιρέτωσ
  • "Σε λαμπερή λευκή πανοπλία"
    συνώνυμο:
  • λευκό

4. Marked by the presence of snow

  • "A white christmas"
  • "The white hills of a northern winter"
    synonym:
  • white
  • ,
  • snowy

4. Χαρακτηρίζεται από την παρουσία του χιονιού

  • "Λευκά χριστούγεννα"
  • "Οι λευκοί λόφοι ενός βόρειου χειμώνα"
    συνώνυμο:
  • λευκό
  • ,
  • χιονισμένοσ

5. Restricted to whites only

  • "Under segregation there were even white restrooms and white drinking fountains"
  • "A lily-white movement which would expel negroes from the organization"
    synonym:
  • white
  • ,
  • lily-white

5. Περιορίζεται μόνο στα λευκά

  • "Υπό τον διαχωρισμό υπήρχαν ακόμη και λευκές τουαλέτες και λευκές βρύσες"
  • "Ένα λευκό κίνημα που θα έδιωχνε τους νέγρους από την οργάνωση"
    συνώνυμο:
  • λευκό
  • ,
  • κρίνος-λευκό

6. Glowing white with heat

  • "White flames"
  • "A white-hot center of the fire"
    synonym:
  • white
  • ,
  • white-hot

6. Λαμπερό λευκό με θερμότητα

  • "Λευκές φλόγες"
  • "Ένα λευκό-καυτό κέντρο της φωτιάς"
    συνώνυμο:
  • λευκό
  • ,
  • λευκό-καυτό

7. Benevolent

  • Without malicious intent
  • "That's white of you"
    synonym:
  • white

7. Καλοπροαίρετοσ

  • Χωρίς κακόβουλη πρόθεση
  • "Αυτό είναι λευκό από εσάς"
    συνώνυμο:
  • λευκό

8. (of a surface) not written or printed on

  • "Blank pages"
  • "Fill in the blank spaces"
  • "A clean page"
  • "Wide white margins"
    synonym:
  • blank
  • ,
  • clean
  • ,
  • white

8. ( μιας επιφάνειας) δεν γράφτηκε ούτε τυπώθηκε

  • "Κενές σελίδες"
  • "Γεμίστε στα κενά διαστήματα"
  • "Καθαρή σελίδα"
  • "Ευρεία λευκά περιθώρια"
    συνώνυμο:
  • κενό
  • ,
  • καθαρός
  • ,
  • λευκό

9. (of coffee) having cream or milk added

    synonym:
  • white

9. (του καφέ) με κρέμα ή γάλα προστιθέμενο

    συνώνυμο:
  • λευκό

10. (of hair) having lost its color

  • "The white hairs of old age"
    synonym:
  • white
  • ,
  • whitened

10. (των μαλλιών) έχοντας χάσει το χρώμα του

  • "Οι λευκές τρίχες της γήρανσης"
    συνώνυμο:
  • λευκό
  • ,
  • λεύκανση

11. Anemic looking from illness or emotion

  • "A face turned ashen"
  • "The invalid's blanched cheeks"
  • "Tried to speak with bloodless lips"
  • "A face livid with shock"
  • "Lips...livid with the hue of death"- mary w. shelley
  • "Lips white with terror"
  • "A face white with rage"
    synonym:
  • ashen
  • ,
  • blanched
  • ,
  • bloodless
  • ,
  • livid
  • ,
  • white

11. Αναιμική εμφάνιση από ασθένεια ή συναίσθημα

  • "Ένα πρόσωπο έγινε άσεν"
  • "Τα λευκά μάγουλα" του μη έγκυρου"
  • "Προσπάθησε να μιλήσει με αναίμακτα χείλη"
  • "Ένα πρόσωπο ζεστό με σοκ"
  • "Χείλη.χωρισμένα με την απόχρωση του θανάτου" - μαίρη γ. σέλλεϊ
  • "Χείλια λευκά με τρόμο"
  • "Ένα λευκό πρόσωπο με οργή"
    συνώνυμο:
  • ασέν
  • ,
  • λεύκανση
  • ,
  • αναίμακτοσ
  • ,
  • λίβεντ
  • ,
  • λευκό

12. Of summer nights in northern latitudes where the sun barely sets

  • "White nights"
    synonym:
  • white

12. Τις καλοκαιρινές νύχτες στα βόρεια γεωγραφικά πλάτη όπου ο ήλιος μόλις που δύει

  • "Λευκές νύχτες"
    συνώνυμο:
  • λευκό

Examples of using

His carpet is completely white.
Το χαλί του είναι εντελώς λευκό.
How many black and white movies have you watched?
Πόσες ασπρόμαυρες ταινίες έχετε δει?
I've got a white horse.
Έχω ένα άσπρο άλογο.