Translation meaning & definition of the word "whistle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σφυρίχτρα" στην ελληνική γλώσσα
Whistle
[Σφυρίχτρα]noun
1. The sound made by something moving rapidly or by steam coming out of a small aperture
- synonym:
- whistle ,
- whistling
1. Ο ήχος που γίνεται από κάτι που κινείται γρήγορα ή με ατμό που βγαίνει από ένα μικρό άνοιγμα
- συνώνυμο:
- σφυρίχτρα ,
- σφυρίζω
2. The act of signalling (e.g., summoning) by whistling or blowing a whistle
- "The whistle signalled the end of the game"
- synonym:
- whistle ,
- whistling
2. Η πράξη της σηματοδότησης (π.χ., καλώντας) σφυρίζοντας ή φυσώντας ένα σφύριγμα
- "Το σφύριγμα σήμανε το τέλος του παιχνιδιού"
- συνώνυμο:
- σφυρίχτρα ,
- σφυρίζω
3. A small wind instrument that produces a whistling sound by blowing into it
- synonym:
- whistle
3. Ένα μικρό όργανο ανέμου που παράγει έναν σφυρίζοντα ήχο φυσώντας σε αυτό
- συνώνυμο:
- σφυρίχτρα
4. Acoustic device that forces air or steam against an edge or into a cavity and so produces a loud shrill sound
- synonym:
- whistle
4. Ακουστική συσκευή που αναγκάζει τον αέρα ή τον ατμό ενάντια σε μια άκρη ή σε μια κοιλότητα και έτσι παράγει ένα δυνατό ήχο συρρίκνωσης
- συνώνυμο:
- σφυρίχτρα
5. An inexpensive fipple flute
- synonym:
- pennywhistle ,
- tin whistle ,
- whistle
5. Ένα φθηνό φλάουτο
- συνώνυμο:
- πέννι σφυρίχτρα ,
- σφυρίχτρα κασσίτερου ,
- σφυρίχτρα
verb
1. Make whistling sounds
- "He lay there, snoring and whistling"
- synonym:
- whistle
1. Κάντε ήχους σφυρίγματος
- "Κάτσε εκεί, ροχαλητό και σφύριγμα"
- συνώνυμο:
- σφυρίχτρα
2. Move with, or as with, a whistling sound
- "The bullets whistled past him"
- synonym:
- whistle
2. Μετακίνηση με, ή όπως με, ένα σφύριγμα ήχο
- "Οι σφαίρες σφύριζαν πέρα από αυτόν"
- συνώνυμο:
- σφυρίχτρα
3. Utter or express by whistling
- "She whistled a melody"
- synonym:
- whistle
3. Προφέρετε ή εκφράζεστε σφυρίζοντας
- "Σφύριζε μια μελωδία"
- συνώνυμο:
- σφυρίχτρα
4. Move, send, or bring as if by whistling
- "Her optimism whistled away these worries"
- synonym:
- whistle
4. Μετακινήστε, στείλτε ή φέρτε σαν να σφυρίζετε
- "Η αισιοδοξία της σφύριζε αυτές τις ανησυχίες"
- συνώνυμο:
- σφυρίχτρα
5. Make a whining, ringing, or whistling sound
- "The kettle was singing"
- "The bullet sang past his ear"
- synonym:
- whistle ,
- sing
5. Κάντε ένα κλαψουρίζοντας, κουδούνισμα, ή σφυρίζοντας ήχο
- "Το βραστήρα τραγουδούσε"
- "Η σφαίρα τραγουδούσε πέρα από το αυτί του"
- συνώνυμο:
- σφυρίχτρα ,
- τραγουδώ
6. Give a signal by whistling
- "She whistled for her maid"
- synonym:
- whistle
6. Δώστε ένα σήμα σφυρίζοντας
- "Σφύριζε για την υπηρέτριά της"
- συνώνυμο:
- σφυρίχτρα