Translation meaning & definition of the word "whisky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ουίσκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Whisky
[Ουίσκι]/wɪski/
noun
1. A liquor made from fermented mash of grain
- synonym:
- whiskey ,
- whisky
1. Ένα υγρό που παρασκευάζεται από ζυμωμένο πολτό σιτηρών
- συνώνυμο:
- ουίσκι
Examples of using
This whisky is very strong.
Το ουίσκι είναι πολύ δυνατό.
Above the sink are several whisky bottles.
Πάνω από το νεροχύτη υπάρχουν πολλά ουίσκι μπουκάλια.
How do you like this whisky?
Πώς σου αρέσει αυτό το ουίσκι?