Translation meaning & definition of the word "whiskey" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ουίσκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Whiskey
[Ουίσκι]/wɪski/
noun
1. A liquor made from fermented mash of grain
- synonym:
- whiskey ,
- whisky
1. Ένα υγρό που παρασκευάζεται από ζυμωμένο πολτό σιτηρών
- συνώνυμο:
- ουίσκι
Examples of using
Tom drank some of Mary's whiskey.
Ο Τομ ήπιε λίγο από το ουίσκι της Μαίρης.
Tom says that he can drink a whole bottle of whiskey without getting drunk.
Ο Τομ λέει ότι μπορεί να πιει ένα ολόκληρο μπουκάλι ουίσκι χωρίς να μεθύσει.
He drank a shot of whiskey.
Ήπιε ένα πλήθος ουίσκι.