Translation meaning & definition of the word "whisker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αστακός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Whisker
[Μουστάκι]/wɪskər/
noun
1. A very small distance or space
- "They escaped by a hair's-breadth"
- "They lost the election by a whisker"
- synonym:
- hair's-breadth ,
- hairsbreadth ,
- hair ,
- whisker
1. Πολύ μικρή απόσταση ή χώρος
- "Φεύγουν από την εξάπλωση των μαλλιών"
- "Έχασαν τις εκλογές από ένα μουστάκι"
- συνώνυμο:
- εξάνθημα των μαλλιών ,
- τρίχα ,
- μαλλιά ,
- μουστάκι
2. A long stiff hair growing from the snout or brow of most mammals as e.g. a cat
- synonym:
- whisker ,
- vibrissa ,
- sensory hair
2. Μια μακριά σκληρή τρίχα που αναπτύσσεται από το ρύγχος ή το φρύδι των περισσότερων θηλαστικών, όπως π.χ. μια γάτα
- συνώνυμο:
- μουστάκι ,
- βίμπρια ,
- αισθητήρια μαλλιά
verb
1. Furnish with whiskers
- "A whiskered jersey"
- synonym:
- bewhisker ,
- whisker
1. Έπιπλα με μουστάκια
- "Μια φανέλα ψιθυριστή"
- συνώνυμο:
- παρακινδυνεύω ,
- μουστάκι