Translation meaning & definition of the word "whisk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ουίσκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Whisk
[Χτυπώ]/wɪsk/
noun
1. A mixer incorporating a coil of wires
- Used for whipping eggs or cream
- synonym:
- whisk
1. Ένας αναμίκτης που ενσωματώνει ένα πηνίο των καλωδίων
- Χρησιμοποιείται για το χτύπημα αυγών ή κρέμας
- συνώνυμο:
- χτυπώ
2. A small short-handled broom used to brush clothes
- synonym:
- whisk ,
- whisk broom
2. Μια μικρή κοντομάνικη σκούπα που χρησιμοποιείται για να βουρτσίζει τα ρούχα
- συνώνυμο:
- χτυπώ ,
- σκούπα
verb
1. Move somewhere quickly
- "The president was whisked away in his limo"
- synonym:
- whisk
1. Μετακινηθείτε κάπου γρήγορα
- "Ο πρόεδρος απομακρύνθηκε στη λιμουζίνα του"
- συνώνυμο:
- χτυπώ
2. Move quickly and nimbly
- "He whisked into the house"
- synonym:
- whisk
2. Κινηθείτε γρήγορα και ευκίνητα
- "Μπήκε μέσα στο σπίτι"
- συνώνυμο:
- χτυπώ
3. Brush or wipe off lightly
- synonym:
- whisk ,
- whisk off
3. Βουρτσίστε ή σκουπίστε ελαφρά
- συνώνυμο:
- χτυπώ ,
- απομακρύνω
4. Whip with or as if with a wire whisk
- "Whisk the eggs"
- synonym:
- whisk ,
- whip
4. Μαστίγιο με ή σαν με σύρμα σύρμα σύρμα
- "Χτυπήστε τα αυγά"
- συνώνυμο:
- χτυπώ ,
- μαστίγιο