Translation meaning & definition of the word "whirlpool" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υδρομασάζ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Whirlpool
[Υδρομασάζ]/wərlpul/
noun
1. A powerful circular current of water (usually the result of conflicting tides)
- synonym:
- whirlpool ,
- vortex ,
- maelstrom
1. Ένα ισχυρό κυκλικό ρεύμα νερού (συνήθως το αποτέλεσμα αντικρουόμενων παλίρροιων
- συνώνυμο:
- υδρομασάζ ,
- δίνη ,
- μαέλστρομ
verb
1. Flow in a circular current, of liquids
- synonym:
- eddy ,
- purl ,
- whirlpool ,
- swirl ,
- whirl
1. Ροή σε κυκλικό ρεύμα, υγρών
- συνώνυμο:
- έντι ,
- πορφυρόλιθοσ ,
- υδρομασάζ ,
- στροβιλίζω