Translation meaning & definition of the word "whipping" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαστίγωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Whipping
[Μαστίγωμα]/wɪpɪŋ/
noun
1. Beating with a whip or strap or rope as a form of punishment
- synonym:
- whipping ,
- tanning ,
- flogging ,
- lashing ,
- flagellation
1. Χτυπώντας με ένα μαστίγιο ή λουρί ή σχοινί ως μορφή τιμωρίας
- συνώνυμο:
- μαστίγωμα ,
- μαύρισμα ,
- περιπλέκω ,
- επισήμανση
2. A sound defeat
- synonym:
- thrashing ,
- walloping ,
- debacle ,
- drubbing ,
- slaughter ,
- trouncing ,
- whipping
2. Μια ηχηρή ήττα
- συνώνυμο:
- αποτυγχάνω ,
- ταριχεύω ,
- εμπόδιο ,
- εκρίζωση ,
- σφαγή ,
- ανησυχητικό ,
- μαστίγωμα
3. A sewing stitch passing over an edge diagonally
- synonym:
- whipstitch ,
- whipping ,
- whipstitching
3. Μια βελονιά ραψίματος που περνά πάνω από μια άκρη διαγώνια
- συνώνυμο:
- παλαβός ,
- μαστίγωμα ,
- παλλόμενοσ
4. The act of overcoming or outdoing
- synonym:
- beating ,
- whipping
4. Η πράξη της υπέρβασης ή της υπέρβασης
- συνώνυμο:
- χτυπώντασ ,
- μαστίγωμα
adjective
1. Smart and fashionable
- "Snappy conversation"
- "Some sharp and whipping lines"
- synonym:
- snappy ,
- whipping
1. Έξυπνος και μοντέρνος
- "Ναρκωτική συζήτηση"
- "Μερικές αιχμηρές και αποσπώμενες γραμμές"
- συνώνυμο:
- αναπηδήσ ,
- μαστίγωμα