Translation meaning & definition of the word "whiplash" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συντριβή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Whiplash
[Λευκαντικό]/wɪplæʃ/
noun
1. An injury to the neck (the cervical vertebrae) resulting from rapid acceleration or deceleration (as in an automobile accident)
- synonym:
- whiplash ,
- whiplash injury
1. Τραυματισμός στο λαιμό (ο αυχενικός σπόνδυλος) που προκύπτει από ταχεία επιτάχυνση ή επιβράδυνση (α σε αυτοκινητικό ατύχημα)
- συνώνυμο:
- παλινδρομεί ,
- τραυματισμός από το πλοίο
2. A quick blow delivered with a whip or whiplike object
- "The whip raised a red welt"
- synonym:
- whip ,
- lash ,
- whiplash
2. Ένα γρήγορο χτύπημα που παραδίδεται με ένα μαστίγιο ή αντικείμενο που μοιάζει με μαστίγιο
- "Το μαστίγιο σήκωσε ένα κόκκινο ουρανό"
- συνώνυμο:
- μαστίγιο ,
- λουρί ,
- παλινδρομεί