Translation meaning & definition of the word "whip" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "σπίτι" στην ελληνική γλώσσα
Whip
[Μαστίγιο]noun
1. An instrument with a handle and a flexible lash that is used for whipping
- synonym:
- whip
1. Ένα όργανο με μια λαβή και ένα εύκαμπτο βλεφαρίδα που χρησιμοποιείται για το μαστίγωμα
- συνώνυμο:
- μαστίγιο
2. A legislator appointed by the party to enforce discipline
- synonym:
- whip ,
- party whip
2. Ένας νομοθέτης που διορίζεται από το κόμμα για την επιβολή της πειθαρχίας
- συνώνυμο:
- μαστίγιο ,
- μαστίγιο πάρτι
3. A dessert made of sugar and stiffly beaten egg whites or cream and usually flavored with fruit
- synonym:
- whip
3. Ένα επιδόρπιο φτιαγμένο από ζάχαρη και άκαμπτα χτυπημένα ασπράδια αυγών ή κρέμα και συνήθως αρωματισμένο με φρούτα
- συνώνυμο:
- μαστίγιο
4. (golf) the flexibility of the shaft of a golf club
- synonym:
- whip
4. (γκολφ) η ευελιξία του άξονα ενός γκολφ κλαμπ
- συνώνυμο:
- μαστίγιο
5. A quick blow delivered with a whip or whiplike object
- "The whip raised a red welt"
- synonym:
- whip ,
- lash ,
- whiplash
5. Ένα γρήγορο χτύπημα που παραδίδεται με ένα μαστίγιο ή αντικείμενο που μοιάζει με μαστίγιο
- "Το μαστίγιο σήκωσε ένα κόκκινο ουρανό"
- συνώνυμο:
- μαστίγιο ,
- λουρί ,
- παλινδρομεί
verb
1. Beat severely with a whip or rod
- "The teacher often flogged the students"
- "The children were severely trounced"
- synonym:
- flog ,
- welt ,
- whip ,
- lather ,
- lash ,
- slash ,
- strap ,
- trounce
1. Χτυπήστε σοβαρά με ένα μαστίγιο ή ράβδο
- "Ο δάσκαλος συχνά μαστίγωνε τους μαθητές"
- "Τα παιδιά είχαν προβληματιστεί σοβαρά"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- ευημερώνω ,
- μαστίγιο ,
- αφαιρώ ,
- λουρί ,
- πλατύφυλλο ,
- προβληματίζω
2. Defeat thoroughly
- "He mopped up the floor with his opponents"
- synonym:
- worst ,
- pip ,
- mop up ,
- whip ,
- rack up
2. Νικήστε πλήρως
- "Σφουγγάρισε το πάτωμα με τους αντιπάλους του"
- συνώνυμο:
- χειρότερα ,
- σωλήνασ ,
- σφουγγαρίζω ,
- μαστίγιο ,
- επιτίθεμαι
3. Thrash about flexibly in the manner of a whiplash
- "The tall grass whipped in the wind"
- synonym:
- whip
3. Συναρπάστε για ευέλικτα με τον τρόπο ενός μαστιγώματος
- "Το ψηλό χορτάρι χτύπησε στον άνεμο"
- συνώνυμο:
- μαστίγιο
4. Strike as if by whipping
- "The curtain whipped her face"
- synonym:
- whip ,
- lash
4. Χτυπήστε σαν να μαστιγώνετε
- "Η κουρτίνα χτύπησε το πρόσωπό της"
- συνώνυμο:
- μαστίγιο ,
- λουρί
5. Whip with or as if with a wire whisk
- "Whisk the eggs"
- synonym:
- whisk ,
- whip
5. Μαστίγιο με ή σαν με σύρμα σύρμα σύρμα
- "Χτυπήστε τα αυγά"
- συνώνυμο:
- χτυπώ ,
- μαστίγιο
6. Subject to harsh criticism
- "The senator blistered the administration in his speech on friday"
- "The professor scaled the students"
- "Your invectives scorched the community"
- synonym:
- blister ,
- scald ,
- whip
6. Υπόκεινται σε σκληρή κριτική
- "Ο γερουσιαστής ανακάτεψε τη διοίκηση στην ομιλία του την παρασκευή"
- "Ο καθηγητής κλιμάκωσε τους μαθητές"
- "Οι νυχτερίδες σας κατέστρεψαν την κοινότητα"
- συνώνυμο:
- φουσκάλα ,
- βαθμωτό ,
- μαστίγιο