Translation meaning & definition of the word "whiny" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λευκό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Whiny
[Λευκό]/waɪni/
adjective
1. Habitually complaining
- "A whiny child"
- synonym:
- fretful ,
- querulous ,
- whiney ,
- whiny
1. Συνήθως παραπονιούνται
- "Ένα παιδί που περνάει"
- συνώνυμο:
- ανεπαίσθητοσ ,
- απατηλόσ ,
- πανούργοσ ,
- πλατύφυλλο