Translation meaning & definition of the word "whine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λευκό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Whine
[Γουίνι]/waɪn/
noun
1. A complaint uttered in a plaintive whining way
- synonym:
- whimper ,
- whine
1. Μια καταγγελία εξέφρασε με ενοχλητικό τρόπο κλαψούρισμα
- συνώνυμο:
- κλαψουρίζω ,
- γουίνι
verb
1. Move with a whining sound
- "The bullets were whining past us"
- synonym:
- whine
1. Μετακινηθείτε με έναν ήχο που κλαίει
- "Οι σφαίρες κλαψουρίζουν πέρα από μας"
- συνώνυμο:
- γουίνι
2. Talk in a tearful manner
- synonym:
- snivel ,
- whine
2. Μιλήστε με δακρυσμένο τρόπο
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- γουίνι
3. Make a high-pitched, screeching noise
- "The door creaked when i opened it slowly"
- "My car engine makes a whining noise"
- synonym:
- whine ,
- squeak ,
- screech ,
- creak ,
- screak ,
- skreak
3. Κάντε έναν υψηλό θόρυβο που καίει
- "Η πόρτα έπεσε όταν την άνοιξα αργά"
- "Ο κινητήρας του αυτοκινήτου μου κάνει έναν θόρυβο"
- συνώνυμο:
- γουίνι ,
- τσιρίζω ,
- παραλείπω ,
- τρίζω ,
- περιπλέκω ,
- αποβάλλω
4. Complain whiningly
- synonym:
- whine ,
- grizzle ,
- yammer ,
- yawp
4. Παραπονιέται παραπονετικά
- συνώνυμο:
- γουίνι ,
- πιάνω ,
- γιαμμέρ ,
- ναυαγαπώ