Translation meaning & definition of the word "whimper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σφύριγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Whimper
[Κλαψουρίζω]/wɪmpər/
noun
1. A complaint uttered in a plaintive whining way
- synonym:
- whimper ,
- whine
1. Μια καταγγελία εξέφρασε με ενοχλητικό τρόπο κλαψούρισμα
- συνώνυμο:
- κλαψουρίζω ,
- γουίνι
verb
1. Cry weakly or softly
- "She wailed with pain"
- synonym:
- wail ,
- whimper ,
- mewl ,
- pule
1. Κλάψτε αδύναμα ή απαλά
- "Καταφέρνει να πονάει"
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- κλαψουρίζω ,
- μεγαλοπρέπεια ,
- πούλι