Translation meaning & definition of the word "whim" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γιατί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Whim
[Κλαυθμυρίζω]/wɪm/
noun
1. A sudden desire
- "He bought it on an impulse"
- synonym:
- caprice ,
- impulse ,
- whim
1. Μια ξαφνική επιθυμία
- "Το αγόρασε με μια ώθηση"
- συνώνυμο:
- κάπριτσε ,
- ώθηση ,
- κλαψουρίζω
2. An odd or fanciful or capricious idea
- "The theatrical notion of disguise is associated with disaster in his stories"
- "He had a whimsy about flying to the moon"
- "Whimsy can be humorous to someone with time to enjoy it"
- synonym:
- notion ,
- whim ,
- whimsy ,
- whimsey
2. Μια περίεργη ή φανταστική ή ιδιότροπη ιδέα
- "Η θεατρική έννοια της μεταμφίεσης συνδέεται με την καταστροφή στις ιστορίες του"
- "Είχε μια ιδιοτροπία να πετάει στο φεγγάρι"
- "Η χιουμοριστική μπορεί να είναι χιουμοριστική σε κάποιον με χρόνο για να την απολαύσετε"
- συνώνυμο:
- έννοια ,
- κλαψουρίζω ,
- ανατριχιαστικός ,
- παραπονιέσ