Translation meaning & definition of the word "whiff" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φιλικό" στην ελληνική γλώσσα
Whiff
[Γουίνι]noun
1. A short light gust of air
- synonym:
- puff ,
- puff of air ,
- whiff
1. Μια μικρή ελαφριά ριπή αέρα
- συνώνυμο:
- φούσκα ,
- φούσκα αέρα ,
- παραπονιέμαι
2. A lefteye flounder found in coastal waters from new england to brazil
- synonym:
- whiff
2. Ένας αναδευτήρας βρέθηκε στα παράκτια ύδατα από τη νέα αγγλία στη βραζιλία
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι
3. A strikeout resulting from the batter swinging at and missing the ball for the third strike
- synonym:
- whiff
3. Ένα χτύπημα που προκύπτει από το κτύπημα που ταλαντεύεται και χάνει την μπάλα για την τρίτη απεργία
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι
verb
1. Perceive by inhaling through the nose
- "Sniff the perfume"
- synonym:
- sniff ,
- whiff
1. Αντιλαμβάνεται με την εισπνοή μέσω της μύτης
- "Αποφύγετε το άρωμα"
- συνώνυμο:
- αποφεύγω ,
- παραπονιέμαι
2. Drive or carry as if by a puff of air
- "The gust of air whiffed away the clouds"
- synonym:
- whiff
2. Οδηγείτε ή μεταφέρετε σαν από ένα σφολιάτα αέρα
- "Η ριπή του αέρα έκρυψε τα σύννεφα"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι
3. Strike out by swinging and missing the pitch charged as the third
- synonym:
- whiff
3. Χτυπήστε έξω με ταλάντευση και λείπει το γήπεδο που χρεώνεται ως τρίτο
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι
4. Smoke and exhale strongly
- "Puff a cigar"
- "Whiff a pipe"
- synonym:
- puff ,
- whiff
4. Καπνός και εκπνεύστε έντονα
- "Ποτίστε ένα πούρο"
- "Παρακινήστε ένα σωλήνα"
- συνώνυμο:
- φούσκα ,
- παραπονιέμαι
5. Utter with a puff of air
- "Whiff out a prayer"
- synonym:
- whiff
5. Προφέρετε με ένα φούσκωμα αέρα
- "Προσευχή"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι