Translation meaning & definition of the word "whey" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "είτε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Whey
[Σάλτσα]/we/
noun
1. The serum or watery part of milk that is separated from the curd in making cheese
- synonym:
- whey ,
- milk whey
1. Ο ορός ή το υδαρές μέρος του γάλακτος που διαχωρίζεται από το τυρόπηγμα στην παρασκευή τυριού
- συνώνυμο:
- τυρόγαλοσ ,
- γαλακτώδης ορός γάλακτος
2. Watery part of milk produced when raw milk sours and coagulates
- "Little miss muffet sat on a tuffet eating some curds and whey"
- synonym:
- whey
2. Υδαρές μέρος του γάλακτος που παράγεται όταν το νωπό γάλα χύνει και πήζει
- "Η μικρή δεσποινίδα μάφετ κάθισε σε ένα μανσέτα τρώγοντας μερικά παπάκια και ορό γάλακτος"
- συνώνυμο:
- τυρόγαλοσ