Translation meaning & definition of the word "wheeling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρύπημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wheeling
[Σιταρώνω]/wilɪŋ/
noun
1. A city in the northern panhandle of west virginia on the ohio river
- synonym:
- Wheeling
1. Μια πόλη στο βόρειο πανκλαμπ της δυτικής βιρτζίνια στον ποταμό οχάιο
- συνώνυμο:
- Σιταρώνω
2. Propelling something on wheels
- synonym:
- wheeling ,
- rolling
2. Προωθώντας κάτι σε τροχούς
- συνώνυμο:
- τροχοδρόμηση ,
- κύλισμα