Translation meaning & definition of the word "wheelbarrow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τροχός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wheelbarrow
[Μπάρα]/wilbɛroʊ/
noun
1. A cart for carrying small loads
- Has handles and one or more wheels
- synonym:
- barrow ,
- garden cart ,
- lawn cart ,
- wheelbarrow
1. Ένα καλάθι για τη μεταφορά μικρών φορτίων
- Έχει λαβές και έναν ή περισσότερους τροχούς
- συνώνυμο:
- μπάροου ,
- καλάθι κήπου ,
- καλάθι γκαζόν ,
- τροχοφόρο
verb
1. Transport in a wheelbarrow
- synonym:
- wheelbarrow
1. Μεταφορά σε ένα τροχοφόρο
- συνώνυμο:
- τροχοφόρο
Examples of using
I have a pick, two shovels and a wheelbarrow.
Έχω μια επιλογή, δύο φτυάρια και ένα τροχοφόρο.