Translation meaning & definition of the word "wheel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τροχός" στην ελληνική γλώσσα
Wheel
[Τροχός]noun
1. A simple machine consisting of a circular frame with spokes (or a solid disc) that can rotate on a shaft or axle (as in vehicles or other machines)
- synonym:
- wheel
1. Ένα απλό μηχάνημα που αποτελείται από ένα κυκλικό πλαίσιο με ακτίνες ( ένα στερεό δίσκο) που μπορεί να περιστραφεί σε άξονα
- συνώνυμο:
- τροχός
2. A handwheel that is used for steering
- synonym:
- steering wheel ,
- wheel
2. Ένας τροχός που χρησιμοποιείται για το τιμόνι
- συνώνυμο:
- τιμόνι ,
- τροχός
3. Forces that provide energy and direction
- "The wheels of government began to turn"
- synonym:
- wheel
3. Δυνάμεις που παρέχουν ενέργεια και κατεύθυνση
- "Οι τροχοί της κυβέρνησης άρχισαν να γυρίζουν"
- συνώνυμο:
- τροχός
4. A circular helm to control the rudder of a vessel
- synonym:
- wheel
4. Ένα κυκλικό τιμόνι για τον έλεγχο του πηδαλίου ενός σκάφους
- συνώνυμο:
- τροχός
5. Game equipment consisting of a wheel with slots that is used for gambling
- The wheel rotates horizontally and players bet on which slot the roulette ball will stop in
- synonym:
- roulette wheel ,
- wheel
5. Εξοπλισμός παιχνιδιών που αποτελείται από έναν τροχό με κουλοχέρηδες που χρησιμοποιείται για τυχερά παιχνίδια
- Ο τροχός περιστρέφεται οριζόντια και οι παίκτες στοιχηματίζουν σε ποια υποδοχή θα σταματήσει η μπάλα της ρουλέτας
- συνώνυμο:
- τροχός ρουλέτας ,
- τροχός
6. An instrument of torture that stretches or disjoints or mutilates victims
- synonym:
- rack ,
- wheel
6. Ένα όργανο βασανιστηρίων που εκτείνεται ή αποσυντίθεται ή ακρωτηριάζει τα θύματα
- συνώνυμο:
- ράφι ,
- τροχός
7. A wheeled vehicle that has two wheels and is moved by foot pedals
- synonym:
- bicycle ,
- bike ,
- wheel ,
- cycle
7. Ένα τροχοφόρο όχημα που έχει δύο τροχούς και κινείται με πεντάλ ποδιών
- συνώνυμο:
- ποδήλατο ,
- τροχός ,
- κύκλος
verb
1. Change directions as if revolving on a pivot
- "They wheeled their horses around and left"
- synonym:
- wheel ,
- wheel around
1. Αλλάξτε τις κατευθύνσεις σαν να περιστρέφονται σε έναν άξονα
- "Τα άλογά τους τριγύριζαν και έφυγαν"
- συνώνυμο:
- τροχός ,
- τροχός γύρω από
2. Wheel somebody or something
- synonym:
- wheel ,
- wheel around
2. Τιμόνι κάποιου ή κάτι τέτοιο
- συνώνυμο:
- τροχός ,
- τροχός γύρω από
3. Move along on or as if on wheels or a wheeled vehicle
- "The president's convoy rolled past the crowds"
- synonym:
- wheel ,
- roll
3. Μετακινηθείτε προς τα εμπρός ή σαν σε τροχούς ή σε τροχοφόρο όχημα
- "Η συνοδεία του προέδρου ξεπέρασε τα πλήθη"
- συνώνυμο:
- τροχός ,
- ρολό
4. Ride a bicycle
- synonym:
- bicycle ,
- cycle ,
- bike ,
- pedal ,
- wheel
4. Οδηγήστε ένα ποδήλατο
- συνώνυμο:
- ποδήλατο ,
- κύκλος ,
- πεντάλ ,
- τροχός