Translation meaning & definition of the word "wetting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βύθιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wetting
[Βρέχει]/wɛtɪŋ/
noun
1. The act of making something wet
- synonym:
- wetting
1. Η πράξη του να κάνεις κάτι βρεγμένο
- συνώνυμο:
- διαβροχή
2. A euphemism for urination
- "He had to take a leak"
- synonym:
- leak ,
- wetting ,
- making water ,
- passing water
2. Ένας ευφημισμός για την ούρηση
- "Έπρεπε να πάρει μια διαρροή"
- συνώνυμο:
- διαρροή ,
- διαβροχή ,
- κάνοντας νερό ,
- περνώντας νερό